σουπιέρα

σουπιέρα
η, Ν
βαθύ και ευρύχωρο σκεύος για το σερβίρισμα τής σούπας στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zuppiera < zuppa «σούπα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σουπιέρα — η (λ. ιταλ.), βαθύ και μεγάλο πιάτο για το σερβίρισμα της σούπας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωμοδόχος — η μαγειρικό σκεύος με το οποίο προσφέρεται ο ζωμός, σουπιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + δοχος < δέχομαι. Η λ. στον τ. ζωμοδόχη μαρτυρείται από το 1891 από τον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] …   Dictionary of Greek

  • σκεπαστός — ή, ό 1. σκεπασμένος: Έβαλε το φαγητό σε μια σκεπαστή σουπιέρα για να μην το λερώσουν μύγες. 2. συγκαλυμμένος, όχι σαφής: Τα είπε σκεπαστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”